συνεχομένους

συνεχομένους
συνόχωκα
to be
pres part mp masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Matthew 4:24 — Jesus healing the demon possessed Matthew 4:24 is the twenty fourth verse of the fourth chapter of the Gospel of Matthew in the New Testament. This verse is part of a brief summary of and introduction to Jesus ministry in Galilee, which will be… …   Wikipedia

  • Νάος — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη …   Dictionary of Greek

  • ημιτόνιο — Όρος που χρησιμοποιείται στη μουσική και σημαίνει μισό τόνο, το μισό δηλαδή της μεγαλύτερης απόστασης ανάμεσα σε δύο διαδοχικούς ή όμοιους φθόγγους στη φυσική κλίμακα. Στο σύγχρονο σύστημα όλα τα η. είναι ίσα και χωρίζονται σε διατονικά και… …   Dictionary of Greek

  • ναυτίλος — (nautilus pompilius). Τετραβράγχιο κεφαλόποδο της οικογένειας των Ναυτιλιδών. Το μαλάκιο αυτό έχει ελικοειδές όστρακο διατεταγμένο σε ένα επίπεδο η εσωτερική επιφάνεια είναι μαργαρώδης· ο χώρος που περικλείει το όστρακο υποδιαιρείται με τοιχώματα …   Dictionary of Greek

  • ναός — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη …   Dictionary of Greek

  • προπαδιένιο — το, Ν χημ. το πρώτο μέλος τής σειράς ακόρεστων αλειφατικών υδρογονανθράκων με δύο συνεχόμενους διπλούς δεσμούς, αλλ. αλλένιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. propadiene < propane «προπάνιο» + diene «διένιο»] …   Dictionary of Greek

  • τρηματοφόρα — Τάξη πρωτόζωων, της ομοταξίας των ριζόποδων ή, σύμφωνα με μερικούς ζωολόγους, ιδιαίτερη ομοταξία. Τα τ., που υποδιαιρούνται σε 45 οικογένειες, οι οποίες περιλαμβάνουν συνολικά περισσότερα από 16.000 είδη, είναι συχνά μικροσκοπικοί οργανισμοί, οι… …   Dictionary of Greek

  • Γκαουντί ι Κορνέτ, Αντόνιο — (Antonio Gaudi y Cornet, Ρεούς 1852 – Βαρκελώνη 1926).Ισπανός αρχιτέκτονας. Ο Γ. συμμετείχε στην προσπάθεια ανανέωσης της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής της εποχής του με εντελώς προσωπικούς τρόπους και χωρίς καμία εξάρτηση από τους μεγάλους… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… …   Dictionary of Greek

  • Μαδαγασκάρη — Νησιωτικό κράτος του Ινδικού ωκεανού που χωρίζεται από τη νοτιοανατολική ακτή της Αφρικής με τον πορθμό της Μοζαμβίκης.H M. αποτελείται από το ομώνυμο νησί –που είναι το τέταρτο μεγαλύτερο νησί του κόσμου μετά τη Γροιλανδία, τη Nέα Γουινέα και τη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”